καταδολιεύομαι

καταδολιεύομαι
1. εξαπατώ κάποιον
2. φρ. (νομ.) «καταδολιεύομαι τον νόμο» — παραβαίνω τον νόμο με δολιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + δολιεύομαι «συμπεριφέρομαι δόλια»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καταδολιεύομαι — καταδολιεύτηκα, καταδολιευμένος, ενεργώ δόλια σε βάρος κάποιου, τον εξαπατώ: Να τον προσέχεις, γιατί σε καταδολιεύεται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταδολίευση — η 1. χρησιμοποίηση δόλου, εξαπάτηση 2. φρ. «καταδολίευση νόμου» (νομ.) παράβαση νόμου με δολιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταδολιεύομαι. Η λ., στον λόγιο τ. καταδολίευσις, μαρτυρείται από το 1879 στον Κωνστ. Ν. Κωστή] …   Dictionary of Greek

  • καταδολιευτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην καταδολίευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταδολιεύομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγελου Σ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • καταστρατηγώ — καταστρατήγησα, καταστρατηγήθηκα, καταστρατηγημένος, παραβιάζω νόμο, καταπατώ, αθετώ, καταδολιεύομαι: Στην περίπτωση αυτή καταστρατηγήθηκε ο νόμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”